- φουρνάκιος
- φουρνάκιοςbaked in the ovenmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φουρνάκιος — ία, ον, Α ψημένος στον φούρνο, φουρνιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦρνος + επίθημα άκιος (πρβλ. λατ. furnaceus)] … Dictionary of Greek
φουρνάκιον — φουρνάκιος baked in the oven masc acc sg φουρνάκιος baked in the oven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φουρνακίου — φουρνάκιος baked in the oven masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιβανίκιος — και κριβανίκιος, ον (Α) (για άρτο) ο ψημένος σε κλίβανο, σε φούρνο («κλιβανίκιος δὲ καὶ φουρνάκιος χαίρουσιν ἁπαλωτέρα τῇ ζύμῃ», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος και κρίβανος + επίθημα ίκιος (πρβλ. φουρν ίκιος)] … Dictionary of Greek